Το άθλημα του μπιλιάρδου από πολλούς θεωρείται παρεξηγημένο. Οι κακόφημοι χώροι στους οποίους, κυρίως ο αμερικανικός κινηματογράφος, το εμφάνιζε να διεξάγεται, αλλοίωσε στα μάτια αρκετών την πραγματική εικόνα αυτού του ιδιαίτερου και ξεχωριστού αθλήματος του οποίου οι ρίζες βρίσκονται στην Αρχαία Ελλάδα. Οχι με τη σημερινή του μορφή, αλλά με τη μορφή του χόκεϊ επί χόρτου το οποίο θεωρείται «πρόγονός» του.
Το μπιλιάρδο γνώρισε αρκετές παραλλαγές έως ότου καταλήξει πάνω σε ένα ορθογώνιο τραπέζι καλυμμένο με τσόχα. Στο Βυζάντιο το ονόμαζαν «Τσιγγάνιο» και παρέπεμπε στο σημερινό πόλο, ενώ μετά τις πρώτες σταυροφορίες μεταφέρθηκε από τους Φράγκους στη Γαλλία, όπου άρχισε να παίρνει την τελική του μορφή. Το μπιλιάρδο αρχικά παιζόταν σε λιβάδια, όμως η έξαρση των επιδημιών εκείνη την εποχή ανάγκασε τους αριστοκράτες της εποχής να το τροποποιήσουν σε άθλημα κλειστού χώρου. Πρώτα σε ειδικά διαμορφωμένα πατώματα και στη συνέχεια πάνω σε τραπέζια τα οποία «εξοικονομούσαν» χώρο στους διαγωνιζόμενους.
Το πρώτο τραπέζι μπιλιάρδου (μήκος 3 μέτρων) παραγγέλθηκε από τον Λουδοβίκο τον 11ο και σε αυτό υπήρχε σχιστόλιθος (γραφίτης), που ντύθηκε με ύφασμα (τσόχα) και τοποθετήθηκαν δερμάτινα (παραγεμισμένα με τρίχες χαίτης αλόγου) τοιχώματα (σπόντες).
Το κόστος ενός τέτοιου τραπεζιού ήταν απαγορευτικό για τον λαό, ο οποίος εξακολουθούσε να παίζει μπιλιάρδο στην ύπαιθρο. Στις αρχές του 16ου αιώνα η δημοτικότητα του αθλήματος αρχίζει να παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Ταβέρνες και λοιπά δημόσια κέντρα εξοπλίζονται με τραπέζια και ξύλα (στέκες) με σκοπό να προσελκύσουν πελατεία.
Οι πρώτοι υποτυπώδεις κανονισμοί του παιχνιδιού τυπώθηκαν το 1770 από τον Τσαρλς Κότον με το βιβλίο «Ο πλήρης οδηγός των παιχνιδιών». Ο πρώτος και βασικός κανόνας (που ισχύει μέχρι και σήμερα) ήταν ο εξής: «Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης τουλάχιστον ένα πόδι του παίζοντος πρέπει να ακουμπά στο έδαφος». Ο λόγος αυτού του κανονισμού ήταν απλός και αναγκαίος. Οι κατασκευές των τραπεζιών δεν ήταν ανθεκτικές, έτσι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να σπάσουν αν κάποιος παίκτης ανέβαινε πάνω και με τα δύο του πόδια.
Η επανάσταση στον χώρο του μπιλιάρδου ήρθε στα τέλη του 18ου αιώνα από τον Φρανσουά Μίνγκο. Εως τότε οι ξύλινες ράβδοι που χρησιμοποιούσαν οι παίκτες δεν έδιναν τη δυνατότητα για φαλτσαριστά χτυπήματα, παρά μόνο για ευθείες βολές. Ο Γάλλος παίκτης, έχοντας σπάσει το πόδι του, χτύπησε… αστειευόμενος μία μπάλα του μπιλιάρδου με την πατερίτσα! Εκπληκτος είδε την μπάλα να παίρνει περίεργη τροχιά, καθώς μόλις προσέκρουσε σε μία άλλη γύρισε πάλι προς τα πίσω έχοντας πάρει φάλτσο. Αυτό οφειλόταν στο δερμάτινο κομμάτι που βρισκόταν στο κάτω μέρος της πατερίτσας και το οποίο αποτέλεσε τον προπομπό της σημερινής στέκας.
Στην Ελλάδα το μπιλιάρδο έγινε γνωστό μαζί με την έλευση του Βασιλιά Οθωνα το 1833. Μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα ήταν σπορ των πλουσίων, αλλά στη συνέχεια εξαπλώθηκε και στον απλό λαό. Η φύση του αθλήματος αρχίζει σιγά σιγά να παίρνει έναν αντιφατικό χαρακτήρα. Παιζόταν από τα «τζάκια» της εποχής, όμως ταυτόχρονα γινόταν ιδιαιτέρως αγαπητό και σε… περιθωριακά άτομα.
Το 1935 έγινε η πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια να δημιουργηθεί Ομοσπονδία μπιλιάρδου. Το 1959 επαναλήφθηκε η προσπάθεια και δημιουργήθηκε (όχι ως Ομοσπονδία) ο όμιλος σφαιριστών Αθήνας. Ο όμιλος έγινε ιδρυτικό μέλος της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας μπιλιάρδου, ενώ το 1983 ιδρύθηκε η Ελληνική Φίλαθλος Ομοσπονδία Μπιλιάρδου (ΕΦΟΜ – efom.gr από όπου προήλθαν και οι περισσότερες πληροφορίες για την ιστορία του αθλήματος), η οποία από το 1996 έχει αναγνωριστεί από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού. Το 1996 η παγκόσμια συνομοσπονδία μπιλιάρδου αναγνωρίστηκε από την διεθνή Ολυμπιακή επιτροπή.
Τα δύο διαφορετικά είδη, οι υποκατηγορίες και οι κανόνες τους
Τα δύο είδη το μπιλιάρδου είναι το αμερικανικό και το γαλλικό. Στο αμερικάνικο, οι υποκατηγορίες είναι: 9μπαλο, 8μπαλο, straight (14/1), snooker, αγωνιστικό – 5 κορύνες.
Οι γενικοί κανόνες του είναι: το παιχνίδι παίζεται με όλες τις μπάλες. Υπάρχουν οι «μονές ή ολόκληρες» και είναι αριθμημένες από το 1 μέχρι το 7, η μαύρη (8), οι «διπλές ή μισές» (9-15) και η άσπρη. Χτυπώντας με τη στέκα την άσπρη, πρέπει να μπουν στις τρύπες όλες οι μπάλες της ίδιας ομάδας (ολόκληρες ή μισές – ανάλογα ποιες έχει ο καθένας) και στο τέλος η μαύρη (8). Ο παίκτης που βάλει τη μαύρη, όταν προηγουμένως έχει βάλει όλες τις «δικές» του υπόλοιπες, κερδίζει.
Στο γαλλικό, οι υποκατηγορίες είναι: ελεύθερο, κάδρο (71 και 47 προς 2 και 47 προς 1), σπόντα, τρίσποντες.
Οι γενικοί του κανόνες είναι: παίζεται με δύο παίκτες. Σκοπός τους είναι να πετύχουν όσα περισσότερα «χτυπήματα» μπορούν μέχρι να φτάσουν κάποιο συγκεκριμένο αριθμό, ο οποίος είναι ανάλογος με το επίπεδο των παικτών. Παίζεται με τρεις μπάλες. Δύο άσπρες και μία κόκκινη και έχουν λίγο μεγαλύτερο όγκο από αυτόν που έχουν οι μπάλες του αμερικανικού. Οι δύο άσπρες ξεχωρίζουν μεταξύ τους από ένα μικρό τρίγωνο ή κύκλο που έχει πάνω της η μία από τις δύο.
πρώτο τραπέζι μπιλιάρδου (μήκος 3 μέτρων) παραγγέλθηκε από τον Λουδοβίκο τον 11ο και σε αυτό υπήρχε σχιστόλιθος (γραφίτης), που ντύθηκε με ύφασμα (τσόχα) και τοποθετήθηκαν δερμάτινα (παραγεμισμένα με τρίχες χαίτης α λόγου) τοιχώματα (σπόντες).